- ἔτειος
- ἔτειος1 yearly
καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται I. 4.67
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται I. 4.67
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
έτειος — ἔτειος, εία, ον και ος, ον (Α) 1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός») 2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.) 3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος … Dictionary of Greek
ἔτειος — yearly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείων — ἔτειος yearly fem gen pl ἔτειος yearly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτειον — ἔτειος yearly masc acc sg ἔτειος yearly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείαις — ἔτειος yearly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείοις — ἔτειος yearly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείους — ἔτειος yearly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτείῳ — ἔτειος yearly masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτεια — ἔτειος yearly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτειοι — ἔτειος yearly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρέτειος — μακρέτειος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που διαρκεί πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἔτειος (< ἔτος), πρβλ. επ έτειος] … Dictionary of Greek